- πρεσβείο
- το / πρεσβεῑον, ΝΑ, επικ. και ιων. τ. πρεσβήϊον και κρητ. τ. πληθ. πρειγηϊα, Α [πρέσβυς]1. (κυρίως στον πληθ.) τα πρεσβείατιμές και προνόμια προς τη γεροντική ηλικία ή σε πρόσωπα που προηγούνται κατ' αρχαιότητα σε ένα αξίωμα2. φρ. α) «πρεσβεία τιμής» — αναγνώριση τιμητικών πρωτείων στον πάπα και στον πατριάρχη Κωνσταντινούπολης από τον 5ο αιώναβ) «πρεσβεία χειροτονίας» — τιμητική διάκριση ορισμένων κληρικών ανάμεσα σε ομοιόβαθμούς τους, επειδή χειροτονήθηκαν πριν από αυτούςαρχ.1. δώρο που προσέφεραν στους ηλικιωμένους σε ένδειξη σεβασμού, αριστείο2. δικαίωμα3. το μερίδιο που αντιστοιχεί στον γεροντότερο από μια κληρονομία4. η γεροντική ηλικία5. φρ. «πρεσβεῑα γῆς» — η κυριαρχία τής γης.
Dictionary of Greek. 2013.